- εισαφικνούμαι
- εἰσαφικνοῡμαι (-έομαι) και εἰσαφικάνω (Α)1. φθάνω σε2. α) φθάνω, καταφθάνωβ) επισκέπτομαι μια χώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… … Dictionary of Greek